τρισχιδές

τρισχιδές
τρισχιδής
cloven in three
masc/fem voc sg
τρισχιδής
cloven in three
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… …   Dictionary of Greek

  • τρισχιδής — ές, ΝΜΑ σχισμένος στα τρία, διαιρεμένος στα τρία νεοελλ. φρ. «τρισχιδές νεφέλωμα» αστρον. λαμπρό, διάχυτο νεφέλωμα, που βρίσκεται μέσα στα όρια τού αστερισμού τού Τοξότη, που απέχει από τη Γη μερικές χιλιάδες έτη φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”